- εισιδρυω
- εἰσιδρύωεἰσ-ιδρύωион. ἐσιδρύω строить (внутри), ставить, воздвигать
(Ἄρηος ἱρόν Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἄρηος ἱρόν Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εισιδρύω — εἰσιδρύω (Α) ιδρύω μέσα σε κάτι, οικοδομώ … Dictionary of Greek
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek